μυς
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică μῦς (mûs).
Pronunție
- AFI: /mis/
Substantiv
μυς (mys)
Declinarea substantivului μυς | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | μυς | μύες |
Genitiv | μυός | μυών |
Acuzativ | μυ | μυς |
Vocativ | μυ | μύες |
Sinonime
Cuvinte derivate
- μυογράφημα, μυογράφος
- μυοκάρδιο, μυοκαρδιοπάθεια, μυοκαρδίτιδα
- μυοκτόνος
- μυολογία
- μυομήτριο
- μυοπαγίς
- μυοπάθεια
- μυοτομία