ποντικός
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ποντικός (pontikós).
Pronunție
- AFI: /pɔn.di.'kɔs/
Substantiv
ποντικός (pontikós)
Declinarea substantivului ποντικός | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | ποντικός | ποντικοί |
Genitiv | ποντικού | ποντικών |
Acuzativ | ποντικό | ποντικούς |
Vocativ | ποντικέ | ποντικοί |
Sinonime
- 1: (zool.) ποντίκι, μυς
- 2: διαρρήκτης
Cuvinte derivate
- ποντικάκι
- πόντικας
- ποντίκι
- ποντικί
- ποντικίνα
- ποντικοκούραδο
- ποντικοκτόνος
- ποντικομαμή
- ποντικοπαγίδα
- ποντικότρυπα
- ποντικοφάρμακο
- ποντικοφωλιά
- τυφλοπόντικας