ούτε
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică οὔτε (oúte, „nici”).
Pronunție
- AFI: /ˈu.te/
Conjuncție
ούτε (oúte)
- nici
- ούτε εγώ
- nici...nici
- Ούτε έφαγα ούτε ήπια.
- nici măcar
- Δεν είχε αυτοκίνητο, ούτε καν ένα ποδήλατο.
Sinonime
Expresii
- μην το πεις ούτε του παπά
- ούτε γάτα, ούτε ζημιά
- ούτε κρύο, ούτε ζέστη
- ούτε φωνή, ούτε ακρόαση
- ούτε ψύλλος στον κόρφο του