παπούτσι
(Ελληνικά)
Etimologie
Din turcă otomană پاپوش (papuş, papuç) < persană پاپوش (pâpuš, „papuc”).
Pronunție
- AFI: /paˈpu.ʦi/
Substantiv
παπούτσι (papoútsi)
Declinarea substantivului παπούτσι | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | παπούτσι | παπούτσια |
Genitiv | παπουτσιού | παπουτσιών |
Acuzativ | παπούτσι | παπούτσια |
Vocativ | παπούτσι | παπούτσια |
Sinonime
- 1: υπόδημα
Cuvinte derivate
- απαπούτσωτος
- ξυλοπάπουτσο
- παλιοπάπουτσο
- παπουτσάδικο/παπουτσίδικο
- παπουτσάκι
- παπουτσής
- παπούτσωμα
- παπουτσωμένος
- παπουτσώνω