ρολόι
(Ελληνικά)
Variante
- (rar) ρολόγι
Etimologie
Din greacă antică ὡρολόγιον (hōrológion, „ceas”), prin afereză.
Pronunție
- AFI: /ɾoˈlo.i/
Substantiv
ρολόι (rolói)
Declinarea substantivului ρολόι | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | ρολόι | ρολόγια |
Genitiv | ρολογιού | ρολογιών |
Acuzativ | ρολόι | ρολόγια |
Vocativ | ρολόι | ρολόγια |
- ceas, ceasornic, cronometru
- Το ρολόι σταμάτησε να δουλεύει και χρειάζεται επισκευή.
- (spec.) ceas de mână
- Το λουρί του ρολογιού μου έχει σπάσει.
- (spec.; arhit.) turn cu ceas, orologiu
- Το ρολόι στο Λονδίνο ονομάζεται «Μπιγκ Μπεν».
- (fig.) contor
- το ρολόι του ηλεκτρικού
- (rar; bot.) pasifloră, floarea-pasiunii, ceasornic
Sinonime
- 1: χρονόμετρο
- 4: (tehn.) μέτρο, μετρητής
- 5: (bot.) πασιφλόρα
Cuvinte compuse
- βιολογικό ρολόι
- ηλιακό ρολόι
- ρολόι τοίχου, ρολόι τσέπης, ρολόι χειρός, ρολόι εκκρεμές, ρολόι επιτραπέζιο, ρολόι κούκος
- ρολόι βάρδιας, ρολόι παρουσίας
- ρολόι παροχής, ρολόι πίεσης
- ρολόι παλίρροιας, ρολόι πλοίου