στρουθοκάμηλος
Etimologie
Compus din στρουθός + κάμηλος.
Pronunție
- AFI: /stɾu.θɔ.ˈka.mi.lɔs/
Substantiv
στρουθοκάμηλος (strouthokámilos) f., στρουθοκάμηλοι (strouthokámiloi) pl.
Compus din στρουθός + κάμηλος.
στρουθοκάμηλος (strouthokámilos) f., στρουθοκάμηλοι (strouthokámiloi) pl.