φαινόμενο
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greaca antică φαινόμενον.
Pronunție
- AFI: /fɛ.'nɔ.mɛ.nɔ/
Substantiv
φαινόμενο (fenómeno) n., φαινόμενα (fenómena) pl.
(Ελληνικά)
Din greaca antică φαινόμενον.
φαινόμενο (fenómeno) n., φαινόμενα (fenómena) pl.