φρούτο
(Ελληνικά)
Etimologie
Din latină fructus („plăcere; produs, fruct; profit”).
Pronunție
- AFI: /ˈfru.to/
Substantiv
φρούτο (froúto)
Declinarea substantivului φρούτο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | φρούτο | φρούτα |
Genitiv | φρούτου | φρούτων |
Acuzativ | φρούτο | φρούτα |
Vocativ | φρούτο | φρούτα |
Sinonime
- 1: (bot.) καρπός
Cuvinte derivate
- φρουτέμπορος
- φρουτόδεντρο
- φρουτοθεραπεία
- φρουτόκρεμα
- φρουτοπαραγωγός
- φρουτοπολτός
- φρουτοποτό
- φρουτοσαλάτα
- φρουτοφάγος
- φρουτοχυμός