φυσικός
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică φυσικός (phusikós, „natural; fizic”).
Pronunție
- AFI: /fi.siˈkos/
Adjectiv
φυσικός (fysikós)
Declinarea adjectivului φυσικός | ||
Singular | Plural | |
Masculin | φυσικός | φυσικοί |
Feminin | φυσική | φυσικές |
Neutru | φυσικό | φυσικά |
Sinonime
- 1: φυσιολογικός
Antonime
- 1: αφύσικος
Cuvinte derivate
Cuvinte compuse
- φυσική ιστορία
- φυσική γεωγραφία
- φυσικό πρόσωπο
- φυσικός αυτουργός
- φυσική αγωγή
- φυσική κατάσταση
- φυσική επιλογή
- φυσικό αέριο
- φυσική συνέπεια
- φυσικός θάνατος
- φυσικοί πόροι
- φυσική διεύθυνση
Expresii
Substantiv
φυσικός (fysikós)
Declinarea substantivului φυσικός | ||
m.f. | Singular | Plural |
Nominativ | φυσικός | φυσικοί |
Genitiv | φυσικού | φυσικών |
Acuzativ | φυσικό | φυσικούς |
Vocativ | φυσικέ | φυσικοί |
Cuvinte apropiate
- αστροφυσικός
- κβαντοφυσικός
- μεταφυσικός
- νεοφυσικός
- παλαιοφυσικός
- στερεοφυσικός
- σχετικοφυσικός
- τεχνοφυσικός
- φυσικομαθηματικός
- φυσικοχημικός