φύση
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică φύσις (phúsis, „origine, naștere; natură”).
Pronunție
- AFI: /ˈfi.si/
Substantiv
φύση (fýsi)
Declinarea substantivului φύση | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | φύση | φύσεις |
Genitiv | φύσης, φύσεως | φύσεων |
Acuzativ | φύση | φύσεις |
Vocativ | φύση | φύσεις |
- (fiz., biol.) natură
- (fig.) natură, caracteristică esențială
Cuvinte derivate
- σύμφυση, σύμφυτος
- έμφυτος
- ορμέμφυτος, ορμέμφυτο
- επιπεφυκώς, επιπεφυκίτιδα
- κατάφυτος
- φυσιολογικός
- φυσιατρική, φυσίατρος
- φυσιογνωμία, φυσιογνωμιστής
- φυσιοθεραπεία, φυσιοθεραπευτής/φυσιοθεραπεύτρια
- φυσιολατρία, φυσιολάτρης, φυσιολατρικός
- φυσιοδίφης
- φυσιολογία