ψάρι
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ὀψάριον (opsárion, „pește”), diminutiv al lui ὄψον (ópson, „delicatesă”).
Pronunție
- AFI: /ˈpsa.ɾi/
Substantiv
ψάρι (psári)
Declinarea substantivului ψάρι | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | ψάρι | ψάρια |
Genitiv | ψαριού | ψαριών |
Acuzativ | ψάρι | ψάρια |
Vocativ | ψάρι | ψάρια |
Sinonime
Cuvinte derivate
cuvinte derivate
Cuvinte apropiate
cuvinte apropiate
Expresii
- άρχισα να τρέμω σαν το ψάρι
- ψήνω το ψάρι στα χείλη
- αισθάνομαι σαν ψάρι έξω απ' το νερό
- αν δε βρέξεις κώλο δεν τρως ψάρι
- το ψάρι βρομάει από το κεφάλι