(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă medie φθείρ (ftheír), din φθεῖρα (ftheira) < greacă antică φθείρ (ftheír).

Pronunție

  • AFI: /'psi.ɾa/


Substantiv

ψείρα (pseíra)

Declinarea substantivului
ψείρα
f. Singular Plural
Nominativ ψείρα ψείρες
Genitiv ψείρας ψειρών
Acuzativ ψείρα ψείρες
Vocativ ψείρα ψείρες
  1. (entom.) păduche
  2. (fig., la pl.) litere foarte mici
    Συγνώμη, δεν μπορώ να διαβάσω αυτές τις ψείρες, γράψε σε παρακαλώ πιο μεγάλα γράμματα.
  3. (fig., la pl.) nonsens, absurdități, fleacuri
    Γιατί ασχολείσαι με ψείρες; Δεν με ενδιαφέρει τι φόρεμα φορούσε στη δεξίωση η σταρ!

Sinonime

Cuvinte derivate

Cuvinte compuse

Referințe