ψείρα
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă medie φθείρ (ftheír), din φθεῖρα (ftheira) < greacă antică φθείρ (ftheír).
Pronunție
- AFI: /'psi.ɾa/
Substantiv
ψείρα (pseíra)
Declinarea substantivului ψείρα | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | ψείρα | ψείρες |
Genitiv | ψείρας | ψειρών |
Acuzativ | ψείρα | ψείρες |
Vocativ | ψείρα | ψείρες |
- (entom.) păduche
- (fig., la pl.) litere foarte mici
- Συγνώμη, δεν μπορώ να διαβάσω αυτές τις ψείρες, γράψε σε παρακαλώ πιο μεγάλα γράμματα.
- (fig., la pl.) nonsens, absurdități, fleacuri
- Γιατί ασχολείσαι με ψείρες; Δεν με ενδιαφέρει τι φόρεμα φορούσε στη δεξίωση η σταρ!