όραση
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ὅρασις (hórasis, „vedere”).
Pronunție
- AFI: /ˈo.ɾa.si/
Substantiv
όραση (órasi)
Declinarea substantivului όραση | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | όραση | οράσεις |
Genitiv | όρασης, οράσεως | οράσεων |
Acuzativ | όραση | οράσεις |
Vocativ | όραση | οράσεις |