(Ελληνικά)

Etimologie

Compus din αγριό- (agrió-, „sălbatic”) +‎ κρίνο (kríno, „crin”).

Pronunție

  • AFI: /aˈɣɾjo.kɾi.no/


Substantiv

αγριόκρινο (agriókrino)

Declinarea substantivului
αγριόκρινο
f. Singular Plural
Nominativ αγριόκρινο αγριόκρινα
Genitiv αγριόκρινου αγριόκρινων
Acuzativ αγριόκρινο αγριόκρινα
Vocativ αγριόκρινο αγριόκρινα
  1. (bot.) stânjenel, iris

Sinonime

Referințe