ακανθόχοιρος
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ἀκανθόχοιρος (akanthóchoiros); echivalent cu din ακανθό (akanthó) + χοιρος (choiros).
Pronunție
- AFI: /a.kan.'θo.çi.ros/
Substantiv
ακανθόχοιρος (akanthóchoiros)
Declinarea substantivului ακανθόχοιρος | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | ακανθόχοιρος | ακανθόχοιροι |
Genitiv | ακανθόχοιρου | ακανθόχοιρων |
Acuzativ | ακανθόχοιρο | ακανθόχοιρους |
Vocativ | ακανθόχοιρε | ακανθόχοιροι |
- (zool.) porc-spinos, porc-ghimpos
- (zool.) (rar) arici
Sinonime
- 2: (zool.) σκαντζόχοιρος