σκαντζόχοιρος

(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă medie κανθόχοιρος (kanthókhoiros) < greacă antică ἀκανθόχοιρος (akanthókhoiros).

Pronunție

  • AFI: /skan.'dzɔ.çi.ɾɔs/


Substantiv

σκαντζόχοιρος (skantzóchoiros)

Declinarea substantivului
σκαντζόχοιρος
m. Singular Plural
Nominativ σκαντζόχοιρος σκαντζόχοιροι
Genitiv σκαντζόχοιρου σκαντζόχοιρων
Acuzativ σκαντζόχοιρο σκαντζόχοιρους
Vocativ σκαντζόχοιρε σκαντζόχοιροι
  1. (zool.) arici

Sinonime

Cuvinte derivate

Expresii

Referințe