αποδεικνύω
(Ελληνικά)
Etimologie
Etimologie
Din greacă antică ἀποδεικνύω, ἀποδείκνυμι (apodeíknumi). Echivalent cu απο- (apo-, „intensificat”) + δεικνύω (deiknýo, „a indica”).
Pronunție
- AFI: /a.po.ðiˈkni.o/
Verb
αποδεικνύω (apodeiknýo)
Sinonime
Cuvinte apropiate
- αναπόδεικτος
- αναπόδειχτος
- αποδεδειγμένα
- αποδεδειγμένος
- αποδεδειγμένως
- αποδεικτικό
- αποδεικτικός
- αποδεικτέος
- αποδεικτός
- απόδειξη
- αποδείξιμος
- δεικνύω