αρκτόμυς
(Ελληνικά)
Etimologie
Din αρκτό- (arktó-) + μυς (mys).
Pronunție
- AFI: /aɾk.'tɔ.mis/
Substantiv
αρκτόμυς (arktómys)
Declinarea substantivului αρκτόμυς | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | αρκτόμυς | αρκτόμυες |
Genitiv | αρκτόμος | αρκτομυών |
Acuzativ | αρκτόμυ | αρκτόμυς |
Vocativ | αρκτόμυ | αρκτόμυες |
- (zool.) marmotă
Sinonime
- (zool.) μαρμότα