βουνό
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă bizantină medie βουνό, βουνόν (bounó, bounón), din greacă antică βουνός (bounós, „deal, colină”) < de origine incertă.
Pronunție
- AFI: /vuˈno/
Substantiv
βουνό (vounó)
Declinarea substantivului βουνό | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | βουνό | βουνά |
Genitiv | βουνού | βουνών |
Acuzativ | βουνό | βουνά |
Vocativ | βουνό | βουνά |
- (geogr.) munte
- Το όρος Έβερεστ είναι το ψηλότερο βουνό της οροσειράς των Ιμαλαΐων.
- (p.ext.) zonă muntoasă, munte
- πέρσι περάσαμε τις διακοπές μας στο βουνό.
- (fig.) munte
Sinonime
Cuvinte derivate
Cuvinte compuse
cuvinte compuse
Expresii
- η τρέλα δεν πάει στα βουνά, πάει στους ανθρώπους
- μαθημένα τα βουνά στα χιόνια
- παίρνω τα βουνά
- τύχη βουνό