διεγείρω
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică διεγείρω (diegeírō, „a deștepta, a trezi”) < compus din δια- (dia-) + ἐγείρω (egeírō, „a ridica”).
Pentru sensurile psihologice și sexuale, un împrumut semantic din franceză exiter.
Pronunție
- AFI: /ði.eˈʝi.ɾo/
Verb
διεγείρω (diegeíro)
Sinonime
- 1-2: αναστατώνω, εξάπτω, ερεθίζω
Cuvinte apropiate
- αδιέγερτος
- αυτοδιέγερση
- διεγερμένος
- διέγερση
- διεγέρσιμος
- διεγερσιμότητα
- διεγέρτης
- διεγερτικά
- διεγερτικός
- υπερδιέγερση
- υπερδιεγερσιμότητα