θερμοκρασία
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică θερμοκρασία (thermokrasía) < compus din θερμός (thermós, „cald, fierbinte, încins”) + κρᾶσις (krâsis, „amestec; climă”).
Pronunție
- AFI: /θeɾ.mo.kɾaˈsia/
Substantiv
θερμοκρασία (thermokrasía)
Declinarea substantivului θερμοκρασία | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | θερμοκρασία | θερμοκρασίες |
Genitiv | θερμοκρασίας | θερμοκρασιών |
Acuzativ | θερμοκρασία | θερμοκρασίες |
Vocativ | θερμοκρασία | θερμοκρασίες |
- (fiz., fiziol.) temperatură
- θερμοκρασία δωματίου
- (p.ext.) căldură