θερμοκρασία

(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă antică θερμοκρασία (thermokrasía) < compus din θερμός (thermós, „cald, fierbinte, încins”) + κρᾶσις (krâsis, „amestec; climă”).

Pronunție

  • AFI: /θeɾ.mo.kɾaˈsia/


Substantiv

θερμοκρασία (thermokrasía)

Declinarea substantivului
θερμοκρασία
f. Singular Plural
Nominativ θερμοκρασία θερμοκρασίες
Genitiv θερμοκρασίας θερμοκρασιών
Acuzativ θερμοκρασία θερμοκρασίες
Vocativ θερμοκρασία θερμοκρασίες
  1. (fiz., fiziol.) temperatură
    θερμοκρασία δωματίου
  2. (p.ext.) căldură

Cuvinte derivate

Referințe