ξοδεύω
(Ελληνικά)
Variante
Etimologie
Din greacă bizantină ἐξοδεύω (exodeúō).
Pronunție
- AFI: /ksoˈðe.vo/
Verb
ξοδεύω (xodévo)
- (v.tranz.) a cheltui (bani)
- Κάθε βράδυ ξοδεύει μια περιουσία.
- (v.tranz.) a petrece (timp)
- Ξόδεψα όλη τη ζωή μου για σένα.
- (v.tranz.) a consuma
- Ξοδέψαμε όλο το ζεστό νερό.