ολόκληρος
(Ελληνικά)
Variante
Etimologie
Din greacă antică ὁλόκληρος (holóklēros) < compus din ὅλος (hólos, „întreg”) + κλῆρος (klêros, „mult”).
Pronunție
- AFI: /oˈlo.kli.ɾos/
Adjectiv
ολόκληρος (olókliros)
Declinarea adjectivului ολόκληρος | ||
Singular | Plural | |
Masculin | ολόκληρος | ολόκληροι |
Feminin | ολόκληρη | ολόκληρες |
Neutru | ολόκληρο | ολόκληρα |
- întreg, complet
- βάλε ένα κρεμμύδι ολόκληρο
- tot, total
- θα κινήσεις ολόκληρη διαδικασία για μια γελοία υπόθεση!
Sinonime
Cuvinte compuse
cuvinte compuse