πάτωμα
(Ελληνικά)
Etimologie
Din πατώνω (patóno, „a atinge pământul”) + -μα (-ma).
Pronunție
- AFI: /ˈpa.to.ma/
Substantiv
πάτωμα (pátoma)
Declinarea substantivului πάτωμα | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | πάτωμα | πατώματα |
Genitiv | πατώματος | πατωμάτων |
Acuzativ | πάτωμα | πατώματα |
Vocativ | πάτωμα | πατώματα |
- (arhit., constr.) podea
- μην κάθεσαι στο πάτωμα, πάρε μια καρέκλα
- (despre clădiri) etaj
- πόσα πατώματα θα έχει αυτή η πολυκατοικία όταν τελειώσει;