ψυχή
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ψύχω (psýcho).
Pronunție
- AFI: /psi.'çi/
Substantiv
ψυχή (psychí)
Declinarea substantivului ψυχή | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | ψυχή | ψυχές |
Genitiv | ψυχής | ψυχών |
Acuzativ | ψυχή | ψυχές |
Vocativ | ψυχή | ψυχές |
- (gener.) suflet, spirit
- (spec.) om, omenire
- (spec.) lumea emoțională și morală
- έχει καλή ψυχή.
- (spec.) amabilitate, bunătate, bunăvoință
- δεν έχεις ψυχή.
- (p.ext.) om amabil
- είναι μεγάλη ψυχή.
- (spec.) curaj, bărbăție, cutezanță
- (p.ext.) om curajos
- (entom.) fluture
Sinonime
Cuvinte derivate
Cuvinte apropiate
cuvinte apropiate
Expresii
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου
- βγάζω την ψυχή
- εν βρασμώ ψυχής
- καλή ψυχή!
- μια ψυχή που είναι να βγει
- ο Θεός και η ψυχή του
- πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη τι ψυχή έχει
- τι ψυχή θα παραδώσει
- ψυχή μου
- ψυχή τε και σώματι