όπλο
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică ὅπλον (hóplon, „scut mare”).
Pronunție
- AFI: /ˈo.plo/
Substantiv
όπλο (óplo)
Declinarea substantivului όπλο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | όπλο | όπλα |
Genitiv | όπλου | όπλων |
Acuzativ | όπλο | όπλα |
Vocativ | όπλο | όπλα |
Cuvinte derivate
- οπλαρχηγός
- οπλίζω
- οπλισμός
- οπλίτης
- οπλοπώλης
- οπλοθήκη
- οπλοποιός
- οπλοφόρος
- οπλοπολυβόλο
- οπλοστάσιο
- οπλοχρησία