γάιδαρος
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă medie γαϊδάριον (gaidárion) < arabă غيذار (ghaydhaar).
Pronunție
- AFI: /'ɣa͜i.ða.ɾɔs/
Substantiv
γάιδαρος (gáidaros)
Declinarea substantivului γάιδαρος | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | γάιδαρος | γάιδαροι |
Genitiv | γαϊδάρου | γαϊδάρων |
Acuzativ | γάιδαρο | γαϊδάρους |
Vocativ | γάιδαρε | γάιδαροι |
Sinonime
Cuvinte derivate
Cuvinte compuse
Expresii
- δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα
- είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
- ξένο γάιδαρο καβαλικεύεις, μεσοστρατίς σε παρατάει
- φάγαμε τον γάιδαρο, η ουρά μας έμεινε
- γαϊδούρι των γαϊδουριών