συγκεντρώνω
(Ελληνικά)
Etimologie
Compus din συν (syn) + κέντρο (kéntro, „centru”) + -ώνω (-óno), după franceză concentrer.
Pronunție
- AFI: /siŋ.ɟenˈdɾo.no/
Verb
συγκεντρώνω (sygkentróno)
- a aduna, a culege, a strânge
- (p.ext.) a centraliza
Sinonime
- 1: μαζεύω, συνάγω, συνάζω, συναθροίζω
Antonime
- 1: διασκορπίζω, διαχέω, σκορπίζω
- 2: αποκεντρώνω
Cuvinte apropiate
- συγκεντρωμένος
- συγκεντρώνομαι
- συγκέντρωση
- συγκεντρωτικά
- συγκεντρωτικός
- συγκεντρωτικώς
- συγκεντρωτισμός