τρωκτικό
(Ελληνικά)
Etimologie
Din τρωκτικός (troktikós) < greacă antică τρώκτης (tróktis).
Pronunție
- AFI: /tɾɔ.kti.'kɔ/
Substantiv
τρωκτικό (troktikó)
Declinarea substantivului τρωκτικό | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | τρωκτικό | τρωκτικά |
Genitiv | τρωκτικού | τρωκτικών |
Acuzativ | τρωκτικό | τρωκτικά |
Vocativ | τρωκτικό | τρωκτικά |
- (zool.) rozător