χωριό
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă bizantină χωριόν (khōríon) < greacă antică χωρίον (khōríon, „loc, teren”).
Pronunție
- AFI: /xoɾˈʝo/
Substantiv
χωριό (chorió)
Declinarea substantivului χωριό | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | χωριό | χωριά |
Genitiv | χωριού | χωριών |
Acuzativ | χωριό | χωριά |
Vocativ | χωριό | χωριά |
Cuvinte derivate
- χωριατόπαιδο
- χωριατόσπιτο
- χωριατοφέρνω
- -χώρι
- αρβανιτοχώρι
- βλαχοχώρι
- κατσικοχώρι
- κεφαλοχώρι
- μεσοχώρι
- μισοχώρι
- σκορποχώρι
Cuvinte apropiate
- χωριανός
- χωριατεύω
- χωριάτης, χωριάτισσα, χωριάτα
- χωριατιά
- χωριάτικος
- χωριατόπουλο, χωριατοπούλα
- χωριατοσύνη
- χωριουδάκι
- χωρικός
Expresii
- αιολικό χωριό
- γίναμε από δύο χωριά
- κακό χωριό τα λίγα σπίτια
- κάνω χωριό
- ο καλύτερος του χωριού
- χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει