τυφλοπόντικας
(Ελληνικά)
Etimologie
Din τυφλός (tyflós, „orb”) + ποντικός (pontikós, „șoarece”).
Pronunție
- AFI: /ti.flɔ.'pɔn.di.kas/
Substantiv
τυφλοπόντικας (tuflopóntikas)
Declinarea substantivului τυφλοπόντικας | ||
m. | Singular | Plural |
Nominativ | τυφλοπόντικας | τυφλοπόντικες |
Genitiv | τυφλοπόντικα | - |
Acuzativ | τυφλοπόντικα | τυφλοπόντικες |
Vocativ | τυφλοπόντικα | τυφλοπόντικες |
Sinonime
- 1: (zool.) (livr.) ασπάλακας