ρίχνω
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă bizantină ῥίχνω (rhíkhnō) < greacă antică ῥίπτω (rhíptō, „a arunca”).
Pronunție
- AFI: /ˈɾi.xno/
Verb
ρίχνω (ríchno)
- (mar.) a arunca ancora
- (despre prețuri) a reduce, a diminua
- το μαγαζί εκείνο έριξε πολύ τις τιμές τελευταία
- (despre încărcături) a pierde
- a arunca, a azvârli
- ο τερματοφύλακας έριξε την μπάλα στον συμπαίκτη του
- a trânti la pământ
- από απροσεξία έριξα κάτω το βάζο και το έσπασα
- a doborî
- a împrăștia, a presăra
- (pasiv) a se da la
Sinonime
- 1: πετώ
Antonime
- 1: σηκώνω
Cuvinte apropiate
Expresii
- ρίχνω ξύλο
- ρίχνω μια ματιά
- ρίχνει καρεκλοπόδαρα
- ρίχνω μπόι
- ρίχνομαι με τα μούτρα
- ρίχνω τα μούτρα μου