(Ελληνικά)

Etimologie

Din greacă antică μόριον (mórion, „bucată, parte”).

Pronunție

  • AFI: /ˈmo.ɾi.o/


Substantiv

μόριο (mório)

Declinarea substantivului
μόριο
n. Singular Plural
Nominativ μόριο μόρια
Genitiv μορίου μορίων
Acuzativ μόριο μόρια
Vocativ μόριο μόρια
  1. (fiz.) particulă
    Ένα μόριο νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου.
  2. (gram.) particulă
    το μόριο «δε» γράφεται με τελικό ν πριν από...
  3. (anat.) parte
    έπαθε θλάση μορίων στο μηρό
  4. (p.ext.) bucățică, fărâmă, pic

Cuvinte derivate

Cuvinte compuse

Referințe