μόριο
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică μόριον (mórion, „bucată, parte”).
Pronunție
- AFI: /ˈmo.ɾi.o/
Substantiv
μόριο (mório)
Declinarea substantivului μόριο | ||
n. | Singular | Plural |
Nominativ | μόριο | μόρια |
Genitiv | μορίου | μορίων |
Acuzativ | μόριο | μόρια |
Vocativ | μόριο | μόρια |
- (fiz.) particulă
- Ένα μόριο νερού αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα άτομο οξυγόνου.
- (gram.) particulă
- το μόριο «δε» γράφεται με τελικό ν πριν από...
- (anat.) parte
- έπαθε θλάση μορίων στο μηρό
- (p.ext.) bucățică, fărâmă, pic
Cuvinte derivate
cuvinte derivate