συμφωνώ
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică συμφωνῶ (sumphōnô), formă scurtă a lui συμφωνέω (sumphōnéō).
Pronunție
- AFI: /siɱ.foˈno/
Verb
συμφωνώ (symfonó)
Antonime
- 1: διαφωνώ
Cuvinte apropiate
- ασυμφώνητος
- ασυμφωνία
- ασύμφωνος
- προσύμφωνο
- προσυμφωνώ
- συμφωνία
- σύμφωνα
- συμφωνηθείς
- συμφωνημένος
- σύμφωνο
- συμφωνικός
- συμφωνών