κίνηση
(Ελληνικά)
Etimologie
Din greacă antică κίνησις (kī́nēsis) < compus din κῑνέω (kīnéō, „a se mișca”) + -σῐς (-sis).
Pronunție
- AFI: /ˈci.ni.si/
Substantiv
κίνηση (kínisi)
Declinarea substantivului κίνηση | ||
f. | Singular | Plural |
Nominativ | κίνηση | κινήσεις |
Genitiv | κίνησης, κινήσεως | κινήσεων |
Acuzativ | κίνηση | κινήσεις |
Vocativ | κίνηση | κινήσεις |
- (fiz.) mișcare; acțiune
- (infra.) trafic, circulație
- (despre ochi) clipă
- curgere, curent, curs
- activitate
Sinonime
- 1:(fiz.) ακινησία
Cuvinte derivate
- κίνημα
- κινηματίας
- κινητήρας
- κινητήριος
- -κινητήριος
- κινητικός
- κινητικότητα
- κινητός
- -κίνητος
- κίνητρο
- κινούμενος
- κινώ