Categorie:Greacă
Aceasta este o listă cu toate cuvintele grecești din Wikționar.
Subcategorii
Această categorie conține următoarele 30 de subcategorii, dintr-un total de 30.
*
- Etimologii lipsă în greacă (1.126 P)
- Pronunții lipsă în greacă (1.271 P)
A
C
- Conjuncții în greacă (4 P)
- Culori în greacă (15 P)
- Cuvinte compuse în greacă (12 P)
E
- Emoții în greacă (2 P)
- Expresii în greacă (4 P)
I
- Interjecții în greacă (7 P)
L
N
O
P
- Participii în greacă (3 P)
- Particule în greacă (1 P)
- Prepoziții în greacă (4 P)
- Pronume în greacă (8 P)
S
Ș
T
V
Pagini din categoria „Greacă”
Următoarele 200 de pagini se află în această categorie, dintr-un total de 2.449.
(pagina anterioară) (pagina următoare)F
Α
- αβαθής
- άβακας
- αβασάνιστα
- αβέρτα
- αβίαστα
- αβοκάντο
- αβρότητα
- άβυσσος
- αγαθός
- άγαλμα
- αγαπάω
- αγάπη
- αγαπητός
- αγαπώ
- άγγελος
- αγγλικανικός
- αγγλικός
- αγγλομαθής
- αγγλοσαξονικός
- αγγλοφέρνω
- αγγλόφιλος
- αγγλόφωνος
- αγγούρι
- αγελάδα
- αγενής
- αγιάζι
- αγιόκλημα
- άγιος
- Άγιος Μαρίνος
- αγκαθωτός μυρμηγκοφάγος
- αγκινάρα
- άγκιστρο
- Αγκόλα
- άγκυρα
- αγκυροβολώ
- αγκώνας
- αγνός
- άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο
- αγνωστικισμός
- άγνωστος
- αγορά
- αγοράζω
- αγόρι
- αγριελιά
- αγριόγαλος
- αγριόγατα
- αγριόγατος
- αγριόγιδο
- αγριογούρουνο
- αγριοδαμάσκηνο
- αγριοκάτσικο
- αγριόκρινο
- αγριολούλουδο
- αγριόπαπια
- αγριοράδικο
- άγριος
- αγριοσυκιά
- αγριοτριαντάφυλλο
- αγριόχοιρος
- αγύριστος
- άγχος
- αγών
- αγώνας
- άδεια
- άδειος
- αδελφάκι
- αδελφή
- αδέλφι
- αδελφοποιτός
- αδελφός
- αδελφοσύνη
- αδελφότητα
- αδελφούλα
- αδερφάκι
- αδερφή
- αδέρφι
- αδερφός
- άδης
- Αδριατική θάλασσα
- αέρας
- αέριο
- αεριολογία
- αεροδρόμιο
- αερολιμένας
- αεροναυτικός
- αεροπλάνο
- αεροστατικός
- αερόστατο
- αετός
- αζαλέα
- Αζερμπαϊτζάν
- άζωτο
- αηδόνι
- αήρ
- άθεος
- Αθήνα
- άθλιος
- άθλος
- αθροίζω
- άθροισμα
- αίγα
- αίγαγρος
- αιγοβοσκός
- αιγόδερμα
- αιγόκλημα
- αιγοπρόβατα
- Αίγυπτος
- αιδοίο
- αιθάνιο
- Αιθιοπία
- αίθουσα
- αιλουρότιγρη
- αιματολογία
- αϊνστάνιο
- αιξ
- αισθάνομαι
- αισθητήριο όργανο
- Αϊτή
- αϊτός
- αιχμή
- αιχμηρός
- αιώνα
- αιώνας
- ακαδημαϊκός
- ακακία
- ακανθίς
- άκανθος
- ακανθόχοιρος
- ακανθυλίς
- ακίνητος
- άκμονας
- ακολουθώ
- ακόμα
- ακονίζω
- ακόντιο
- ακούω
- ακριβής
- ακρίδα
- ακροβατικός
- ακρόπολη
- ακρωτηριάζω
- ακτή
- Ακτή Ελεφαντοστού
- ακτίνιο
- ακυρώνω
- αλανίνη
- αλάτι
- Αλβανία
- αλβανικός
- Αλβανός
- άλγεβρα
- Αλγερία
- αλεπού
- αλιάετος
- αλιγάτορας
- αλιεύω
- άλικος
- άλκη
- αλκοολικός
- αλκοολούχος
- αλκυόνα
- αλκυόνη
- Αλκυόνη
- αλλαγή
- αλλεργία
- αλληθωρίζω
- αλλιγάτορας
- άλλοθι
- άλμα
- άλμπατρος
- αλόγα
- αλογάκι
- αλογίνα
- άλογο
- αλογόμυγα
- αλουμίνιο
- αλπακά
- άλσος
- άλυσος
- αλφαβήτα
- αλφάβητο
- αλφάβητος
- αλχημεία
- αλχημικός
- Αλωνάρης
- άμαξα
- αμαρταίνω
- αμαρτάνω
- αμαρυλλίδα
- άμβλωση
- άμβωνας
- αμέθυστος
- αμερικανική έλαφος